- ἀβλαβεῖς
- ἀβλαβήςwithout harmmasc/fem acc plἀβλαβήςwithout harmmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
невредимо — (1*) нар. Без повреждений, невредимо: помогуть ему. блг(с)рдьемъ и бл҃гопребываньемъ. съхранѧ˫а ихъ невредимо. ѿ всѧко˫а мыслены˫а бѣды. (ἀβλαβεῖς) ФСт XIV, 183в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
невредимъ — (6*) пр. Целый, неповрежденный, невредимый: неподвижимѹ же и невредимѹ хранити преданую намъ вѣрѹ. (ἀπαροτρωτον) ΚΕ XII, 40б; полезныи помыслъ невредимъ имѣ˫а. ФСт XIV, 121а; г(с)ь благословить люди сво˫а… и оградить другъ другу невредиму любовь … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
невредьнъ — (15) пр. Целый, невредимый: вѣчьно съхранити правовѣрьнѹю вѣрѹ неврѣдьнѹ. Стих 1156–1163, 74 об.; мнѣ с˫а мнить. ни въ чьсо же дѣло по||требьныхъ ѥсть ѥже ѡбъвенѹ быти. и неврѣдьнѣ [ноги] въ врѣм˫а зимы хранити. (ἀβλαβεῖς) ЖФСт XII, 158–158 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άδολος — η, ο (Α ἄδολος, ον) [δόλος] (για πρόσωπα και ψυχικές διαθέσεις) ο χωρίς δόλο, αγνός, τίμιος, ειλικρινής, απονήρευτος («εἶναι τὰς σπονδάς ἀδόλους καὶ ἀβλαβεῖς», «ἄδολος εἰρήνη») αρχ. 1. (για πράγματα) ανόθευτος, γνήσιος, αμιγής 2. φρ. ἀδόλως και… … Dictionary of Greek
αάατος — ἀάατος, ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: 1. απαράβλαπτος, απαραβίαστος 2. άψογος, καθαρός, αποφασιστικός 3. αήττητος, ακαταμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με το ἀάω και το ἄτη, πρβλ. ἀάβακτοι τού Ησύχ. (= αβλαβείς), ή με το *ἄω (=… … Dictionary of Greek
ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και … Dictionary of Greek
ασκομύκητες — Τάξη μυκήτων στην οποία ανήκουν όλα τα είδη που χαρακτηρίζονται από την παραγωγή ασκών –ενός ειδικού τύπου σποριαγγείου– μέσα στους οποίους περιέχονται τα ασκοσπόρια (ή σπόρια). Ο ασκός είναι ένα όργανο κοίλο, επίμηκες, ροπαλοειδές ή σφαιροειδές… … Dictionary of Greek